- μεταμαίομαι
- μεταμαίομαι1 search after (αἰετὸς)
ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεταμαίομαι — (Α) ερευνώ, αναζητώ, ζητώ να βρω, να επιτύχω («τηλόθε μεταμαιόμενος, διαφοινὸν ἄγραν ποσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μαίομαι «ερευνώ, ζητώ»] … Dictionary of Greek
μεταμαιόμενος — μεταμαίομαι search after pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)