μεταμαίομαι

μεταμαίομαι
μεταμαίομαι
1 search after (αἰετὸς)

ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταμαίομαι — (Α) ερευνώ, αναζητώ, ζητώ να βρω, να επιτύχω («τηλόθε μεταμαιόμενος, διαφοινὸν ἄγραν ποσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μαίομαι «ερευνώ, ζητώ»] …   Dictionary of Greek

  • μεταμαιόμενος — μεταμαίομαι search after pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”